ξιπάζομαι

ξιπάζομαι
ξιπάζομαι, ξιπάστηκα, ξιπασμένος βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
ξιπάζομαι : η μτχ. ξιπασμένος έχει έννοια επιθέτου ( αλαζόνας, υπερόπτης, φαντασμένος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξιπάζω — ξίπασα, ξιπάστηκα, ξιπασμένος 1. τρομάζω κάποιον, τον κάνω να τρομάξει. 2. το μέσ., ξιπάζομαι τρομάζω, σκιάζομαι: Ξιπάστηκε το άλογο από την τουφεκιά. 3. το μέσ., μτφ., περηφανεύομαι, καυχιέμαι, προσπαθώ να κάνω το σπουδαίο: Είδαν στα χέρια τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντάζομαι — φαντάστηκα, φαντασμένος, και φανταγμένος 1. μτβ., πλάθω κάτι με τη φαντασία μου, το αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου, το αναπολώ: Φαντάζομαι το περσινό ταξιδάκι μας. 2. νομίζω ότι είμαι κάτι ή αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από το πραγματικό:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”